[…] Όταν ένιωσε πως οι γονείς του δεν μπορούσαν να τον συντηρήσουν πλέον, αποφάσισε να ψάξει για δουλεία.
Ρώτησε διάφορους αν ήθελαν κανένα βοηθό αλλά δεν βρήκε τίποτα. Ένας χωριανός του είπε:
– “Γυρεύκει καντηλανάφτην ο παπάς….”.
Χωρίς ιδιαίτερη σκέψη πήγε στην εκκλησία και βρήκε τον πάτερ. Αυτός άρχισε να του εξηγεί τις αρμοδιότητες του.
– “Θα ανάφκεις τα καντήλια, θα με βοηθάς στην λειτουρκάν, θα καθαρίζεις την εκκλησιηά και θα γράφεις τις γιορτές γιατί οι παραπάνω εν αγράμματοι, δεν ηξέρουσιν να γράφουν.”
Αυτός με ιδιαίτερη θλίψη του απαντά.
– “Παπά μου, ούτε εγιώ ξέρω να γράφω…”
Αφού δεν κατάφερε να βρει δουλεία στον τόπο του, αποφάσισε να ξενιτευτεί. Εκεί δούλεψε για πολλά χρόνια ως γκαρσόνι μέχρι που άνοιξε δικό του εστιατόριο. Η δουλεία του πήγαινε πολύ καλά έτσι άνοιξε και δεύτερο και μετά από χρόνια άνοιξε και τρίτο.
Όταν πέρασαν αρκετά χρόνια, αποφάσισε να πωλήση την επιχειρήση του και να έρθει στον τόπο του για να ζήσει τα εναπομείναντα χρόνια της ζωής του. Μαζί του έφερε και τα λεφτά του, έτσι η πρώτη του δουλειά ήταν να τα καταθέσει τα χρήματα σε μια τράπεζα.
Η κοπέλα στην εξυπηρέτηση τον ρώτησε ευγενικά.
– “Τι θα θέλατε κύριε;”.
– “Θέλω ν’ ανοίξω ένα λοαρκασμό για να καταθέσω τα λεφτά μου.”
– “Πόσα θα καταθέσετε κύριε;”.
– “Δκύο εκατομμύρια λίρες μάνα μου”.
Ο μορφασμός του προσώπου της άλλαξε αμέσως. Έφυγε για το γραφείο του διευθυντή να του εξηγήσει την κατάσταση. Αυτός πανικοβλημένος τον κάλεσε αμέσως στο γραφείο του. Του πρόσφερε καφέ και ένα ακριβό πούρο. Μίλησαν περί ανέμων και υδάτων μέχρι που του έφερε ένα έντυπο μπροστά του.
“Τελειώσαμε κύριε μου. Τα λεφτά σου εν σε ασφαλή χώρο. Το μόνο που θέλω που ‘σένα είναι την υπογραφή σου και να γράψεις το όνομα σου πουκάτω”.
Με χιούμορ του λέει:
– “Εν ηξέρω να γράφω”.
– “Αλήθκεια; Φαντάστου λεφτά που θα έκαμνες αν ήξερες να γράφεις…..”
– “Αν έξερα να γράφω είσεν να ‘μουν καντηλανάφτης…”
Pingback