Η Αροαφνού είναι ένα κυπριακό αφηγηματικό τραγούδι όπου συνδυάζει στοιχεία από παραλογές, ακριτικά τραγούδια αλλά και μοιρολόγια. Έχει ιστορικό υπόβαθρο, όπως πολλά τραγούδια της εποχής.
Το θέμα του τραγουδιού έχει να κάνει με τον έρωτα του φράγκου βασιλιά της Κύπρου, Πέτρου Α΄ Λουζινιάν (1359-1369), με την αρχόντισσα Ιωάννα ντ’ Αλεμάν, αλλά και την εκδίκηση που οργανώνει η βασίλισσα Ελεονώρα της Αραγονίας εις βάρος της Ιωάννα ντ’ Αλεμάν.
Το πιο πάνω επεισόδιο αποδίδεται και από τον κύπριο χρονογράφο Λεόντιο Μαχαιρά, στο “Χρονικόν”. Μετέπειτα η ιστορία ανάχθηκε σε θρύλο με αποτέλεσμα να έχουμε ποικίλες αφηγήσεις με διαφορετική πλοκή και τέλος. Όπως εικάζεται από τους ιστοριογράφους του νησιού, η ιστορία πρέπει να έγινε προς τα τέλη του 14ου αιώνα.
Η Αροαφνού
Κάπου στράφτει, κάπου βροντά, κάπου χαλάζιν ρίβκει,
κάπου Θεός εθέλησεν μιαν χώραν ν’ αναείρει.*
Μήτε στράφτει, μήτε βροντά, μήτε χαλάζιν ρίβκει,
μήτε Θεός εθέλησεν μιαν χωράν ν’ αναείρει,
μόν’ όντας έν η ρήαινα τες σκλάβες της τζαι δέρνει˙
τζαι δέρνει τζαι σκοτώννει τες για να της μολοήσουν,
πκοιαν αγαπά αφέντης τους τζαι πκοιαν έν π’ αγκαλίζει,
τζαι πκοιαν βάλλει στ’ αγκάλια του την νύχταν τζαι τζοιμίζει.
Τζαι πολοάτ’* η σκλάβα της τής ρήαινας τζαι λέει˙
–Αν σου το πω, τζυράκκα μου, έσεις με σκοτωμένην,
τζι αν σου το ’φήκω στο κρυφόν,* είμαι θανατισμένη.
Τζαι πολοάτ’ η ρήαινα της σκλάβας της τζαι λέει˙
–Μά το σπαθίν που ζώννουμαι, που πά ομπρός τζαι πίσω,
τζείνον να έν ο Χάρος μου, σκλάβα μου, τζι αν σου ντζίσω.
Τζαι πολοάτ’ η σκλάβα της τής ρήαινας τζαι λέει˙
–Πάνω στην πάνω γειτονιάν έσει τρεις αερφάες,
την μιαν λαλούν την τζυρ’ Αννέ, την άλλην τζυρ’ Αθθούσαν,
η τρίτη η καλλύττερη έν η Αροαφνούσα˙
τζείνην αφέντης μ’ αγαπά τζείνην έν π’ αγκαλίζει,
τζείνην βάλλει στ’ αγκάλια του την νύχταν τζαι τζοιμίζει.
Κάθεται, γράφ’ έναν χαρτίν,* γλήορις το βουλλώννει*
τζαι δκιά το τζαι της σκλάβας της Αροαφνούς να πάρει.
Τζι επήρεν ούλλον το στρατίν, ούλλον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βκάλλει την, Αροαφνούς τα σπίδκια.
Τζαι πολοάτ’ η σκλάβα τής Αροαφνούς τζαι λέει
–Έλα να πάμ’, Αροαφνού, τζι η ρήαινα σε θέλει˙
τζαι πολοάτ’ Αροαφνού τής σκλάβας της τζαι λέει˙
–Ίντα με θέλ’ η ρήαινα, ίντα ’ν το μήνυμάν της;
Τζαι αν με θέλει για χορόν, να πκιάσω τα μαντήλια,
τζι αν ένι για το γέμωσμαν, να πκιάσω τα λαήνια.*
Τζαι πολοάτ’ η σκλάβα τής Αροαφνούς τζαι λέει˙
–Έλα να πάμ’ Αροαφνού τζι ό,τι τζι αν θέλεις πκιάσε.
Τζι έπκιασεν τ’ αννοιχτάριν* της τζι εις το σεντούτζιν πάει,
τζι έβκαλεν τα παλιά ρούχα, φόρησεν τα καλά της.
Π’ αππ’ έσσω φόρησεν χρυσά, π’ αππ’ έξω χρυσταλλένια,
τέλεια ’πού πάνω φόρησεν χρυσά μαλαματένια,
τζαι καζακκάν* ολόχρυσον τζι εσσέπασέν τα τέλεια.
Τζαι βάλλει βάγιες* απ’ ομπρός τζαι βάγιες από πίσω,
τζαι βάγιες ’πού τα δκυό πλευρά τζαι παίρνουν την τζαι πάει.
Έτσι σαν επηαίννασιν μιας εκκλησιάς εμπλάσαν*
τζαι πολοάτ’ η Αροαφνού των βάγιων της τζαι λέει˙
–Γυρίστε με, α βάγιες μου, στην εκκλησιάν να πάμεν,
να πω το «Κύρι’ ελέησον», με την ταπεινοσύνην,
να πω τζαι τον απόστολον με την παιδεψοσύνην.*
Γυρίζουν την οι βάγιες της στην εκκλησιάν τζαι πάσιν,
τζαι βάλλει τρεις μετάνοιες τζι αφταίνει* το τζερίν της,
τζι εξηκουμπκιάστην* καζακκάς τζι εφάνην το βυζίν της.
Παπάς το είδεν τζι έλαβεν,* δκιάκος επουκουππίστην,*
τζαι τα μιτσιά δκιακόπουλλα εχάσαν το ψαρτήριν.
Τζαι πολοάτ’ Αροαφνού τζαι λέει τζαι λαλεί τους˙
–Ψάλλε παπά, σαν έψαλλες τζαι δκιάκο, σαν ελάλες
τζι εσείς μιτσιά δκιακόπουλλα εύρετε το ψαρτήριν.
Τζι επολοήθην τζι είπεν τους των βάγιων της τζαι λέει˙
–Έλατε, βάγιες, έλατε στης ρήαινας να πάμεν,
γιατ’ ενν έν θέλημαν Θεού αντίερον* να φάμεν.
Επήραν ούλλον το στρατίν, ούλλον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βκάλλει τους στης ρήαινας τον πύρκον.
Που την θωρεί η ρήαινα, έμεινεν σπαγιασμένη!*
Τζι επολοήθην τζι είπεν τους τζαι λέει τζαι λαλεί τους˙
–Είδα την τζι εσπαγιάστηκα τζι άντρας μου πώς να μείνει;
Τζαι τζει χαμαί η ρήαινα έκαμεν τζει να πάει,
τζαι πολοάτ’ η Αροαφνού τζαι λέει τζαι λαλεί της˙
–Άε την αναρκοδοντούν* την τζυκλομετωπούσαν,*
το πετεινάριν το βραχνόν, καλά το ελαλούσαν.
Σκλάβες της που ’τουν τζει χαμαί τζείνες έν που τ’ ακούσαν,
τζι επήαν εις την ρήαιναν τζαι λέουν τζαι λαλούν της˙
–Τζαι να ’ξερες, τζυράκκα μου, Αροαφνού ίντά ’πεν!
Άε την αναρκοδοντούν, την τζυκλομετωπούσαν,
το πετεινάριν το βραχνόν, καλά το ελαλούσαν.
Κάθεται, γράφ’ έναν χαρτίν, γλήορις το βουλλώννει
τζαι δκιά το εις της σκλάβας τής Αροαφνούς να πάρει.
Τζι επήρεν ούλλον το στρατίν, ούλλον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βκάλλει την Αροαφνούς το σπίτιν.
Τζι επολοήθην τζι είπεν της Αροαφνούς τζαι λέει˙
–Έλα να πάμ’, Αροαφνού, τζι η ρήαινα σε θέλει.
Τζαι πολοάτ’ Αροαφνού της σκλάβας της τζαι λέει˙
–Τωρά ’μουν εις την ρήαιναν, πάλε ίντα με θέλει;
–Έλα να πάμ’, Αροαφνού, τωρά έν που σε θέλει.
Τζι έπκιασεν τ’ αννοιχτάριν της τζι εις το σεντούτζιν πάει,
τζι έβκαλεν τα καλά ρούχα, φόρησεν τα παλιά της,
τζι επολοήθην τζι είπεν τους τζαι λέει τζαι λαλεί τους˙
–Έσετε γειαν, ψηλά βουνά, τζαι κλίνη, που τζοιμούμουν,
τζι αυλή που δκιατζινεύκουμουν,* τόποι που δκιατζινούμουν!*
Τζι έλατε, βάγιες μ’, έλατε, να ποσαιρετιστούμεν,
γιατ’ εν-ι-ξέρω, βάγιες μου, αν θα ξαναβρεθούμεν˙
τζαι που ’σια πάω, βάγιες μου, που ’σια ποσαιρετώ σας,
γιατ’ εν-ι-ξέρω, βάγιες μου, πκιον αν τζαι ξαναδώ σας.
Τζι επήρεν ούλλον το στρατίν, ούλλον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βκάλλει την στης ρήαινας τον πύρκον.
Που την θωρεί η ρήαινα, ’πού τα μαλλιά την πκιάννει.
Τζαι πολοάτ’ η Αροαφνού τής ρήαινας τζαι λέει˙
–Τζαι χάμνα* με ’πού τα μαλλιά τζαι πκιάσ’ με ’πού το σέριν.
Χαμνά την απού τα μαλλιά, πκιάννει την ’πού το σέριν.
Τζαι βάλλει μιαν φωνήν μιτσιάν, τζαι μιαν φωνήν μεάλην,
τζι ο ρήας εις την περασιάν* εσείστην η πιννιά* του.
Τζι επολοήθην τζι είπεν τους τζαι λέει τζαι λαλεί τους˙
–Τζαι φέρτε μου τον μαύρον μου τον πετροκαταλύτην,*
που κοκκαλυεί* τα σίερα τζαι πίννει τον Αφρίτην.
Τζαι φέρνουν του τον μαύρον του τον πετροκαταλύτην,
που κοκκαλυεί τα σίερα τζαι πίννει τον Αφρίτην
τζι όνταν αν μεν εύρει να φά, την χώραν καταλυεί* την.
Ππηά τζι εκαβαλλίτζεψεν, σαν ήτουν μαθημένος.
Ώστι να πει «έσετε γειαν», έκοψεν σίλια μίλια,
τζι ώστι να πουν «εις το καλόν», της ρήαινας τον πύρκον.
Τζι επολοήθην τζι είπεν της, τής ρήαινας τζαι λέει
–Έλ’ άννοιξέ μου, ρήαινα, Γιαννίτσαροι με τρέχουν,
Γιαννίτσαροι με τα σπαθκιά, Φράντζοι* με τες κουρτέλλες.*
Κλωτσιάν της πόρτας έδωσεν, όξω ’τουν τζ’ έσσω ’βρέθην.
Θωρεί τζαι την Αροαφνούν, χαμαί στην γην σφαμένην!
Αγκάδκιασεν* στην κόξαν* του τζι ηύρεν
χρυσόν φηκάριν,*
μέσα στο χρυσοφήκαρον βρίσκ’ αρκυρόν μασαίριν.
Στους ουρανούς το πέταξεν, στο σέριν του ευρέθην,
τζαι πάλε ξανασύρνει το εις την καρκιάν του έμπην.
Τζι επκιάσαν τους τζι εθάψαν τους τζει πάνω που ’ν τα τζιόνια,*
τζι ασπρίζαν τα κριάτα* τους περίτου ’πού τα σιόνια.
Τζαι τζείνος που το έβκαλεν, σαν ποιητής λοάται,*
τζείνου πρέπει μακάριση τζι εμέναν τ’ ως πολλά ’τε
Ξένες λέξεις (*)
* αναείρνω: κάνω άνω κάτω
* (α)πολογούμαι: απαντώ, αποκρίνομαι
* (α)φήκω στο κρυφόν: αποκρύβω, κρατώ κάτι κρυφό, μυστικό
* χαρτίν, το: (εδώ) επιστολή
* βουλλώνω: κλείνω καλά, σφραγίζω
* λαήνι(ν), το: κανάτι
* αννοιχτάριν, το: κλειδί
* καζακκάς, ο: γυναικείο πανωφόρι
* βάγια, η: υπηρέτρια, θεραπαινίδα, συνοδός
* (ε)μπλάζω: συναντώ, βρίσκω στο δρόμο μου
* παιδεψοσύνη, η: συντριβή, κατανυκτικότητα
* αφταίνω: ανάβω
* εξηκουμπκιάστην: ξεκουμπώθηκε
* έλαβεν: (εδώ) τρελάθηκε
* επουκουππίστην: (εδώ) καταστράφηκε, έχασε τα λογικά του
* αντίερον, το: αντίδωρο
* σπαγιάζο(υ)μαι: μένω έκπληκτος
* αναρκοδοντού: με αραιά δόντια
* τζυκλομετωπούσα: με εξογκωμένο το μέτωπο
* δκιατζινεύκομαι/δκιατζινούμαι: πηγαίνω περίπατο, περπατώ, σεργιανίζω
* χαμνώ: χαλαρώνω, αφήνω ελεύθερο
* περασιά, η: το εξωτερικό, η ξενιτειά
* πιννιά, η: ποτήρι του κρασιού
* πετροκαταλύτης: που λιώνει τις πέτρες
* κοκκαλυώ: τραγανίζω
* καταλυώ: καταστρέφω
* Φράντζος, ο: Φράγκος, Γάλλος
* κουρτέλλα, η: μαχαίρι
* αγκαδκιώ: κοιτάζω, εξετάζω
* κόξα, η: μέση
* φηκάριν, το: θηκάρι
* τζιόν(ν)ιν, το: κολώνα από άσπρο μάρμαρο
* κριάς, το: κρέας, (εδώ) το σώμα
* λοούμαι: λογίζομαι, θεωρούμαι
* ως πολλά ’τε: να ζήσεις
* Το τραγούδι πάρθηκε από το βιβλίο του Κ.Π. Χατζηιωάννου, “Κυπριακά διαλεκτικά κείμενα” – 1961
Pingback