“Το ωραίο με τον Robert Johnson ήταν ότι υπήρχε μόνο στα χαρτιά. Ένας πραγματικός θρύλος”
Martin Scorsese
Ήταν Κυριακή, 8 Μαΐου του 1911, όταν γεννήθηκε ο Robert Leroy Johnson στο Hazlehurst του Mississippi. Τα χρόνια εκείνα, ήταν εξαιρετικά δύσκολα για τους μαύρους, ειδικότερα για τους γονείς του, Julia Major Dodds και Noah Johnson, που είχαν γεννηθεί σκλάβοι. Αν και με το πέρας του Αμερικάνικου εμφύλιου (1861-1865), υποτίθεται πως οι μαύροι θα ήταν ελεύθεροι, εντούτοις, στα μυαλά των λευκών του Νότου, οι μαύροι ήταν ακόμη σκλάβοι.
Το μέλλον του Robert Leroy Johnson, όπως και όλων των άλλων μαύρων, ήταν οι βαμβακοφυτείες. Το βαμβάκι, ήταν το πιο περιζήτητο προϊόν στην Αμερική και αποτελούσε την βάση της Αμερικανικής εκβιομηχάνισης.
Στις βαμβακοφυτείες, οι μαύροι δούλευαν από την ανατολή του ήλιου μέχρι την δύση, μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες, γεγονός που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την απαλότητα του βαμβακιού όπου μοχθούσαν καθημερινά να μαζέψουν. Σ’ αυτό το απάνθρωπο χώρο μεγάλωνε και ο Robert που αν και σιχαινόταν να δουλεύει εκεί, δεν είχε άλλη επιλογή.
Τα παιδικά του χρόνια δεν ήταν και τα καλύτερα. Οι γονείς του χώρισαν πολύ γρήγορα, έτσι έπρεπε να μάθει να προσαρμόζεται και να μετακινείται στους διάφορους πατριούς και εραστές που διάλεγε η μητέρα του. Οι συνεχείς μετακινήσεις τον είχαν επηρεάσει ιδιαίτερα κάτι που φάνηκε ξεκάθαρα στους στίχους του μετέπειτα (“..with a suitcase in my hand..” – “Love in Vain”). Η μόρφωση που πήρε απ’ το σχολείο ήταν ελάχιστη. Όχι πως οι άλλοι μαύροι, της τότε εποχής, τύγχαναν καμιάς ιδιαίτερης μόρφωσης.
“Αν και έλειπε συνεχώς απ’ το σχολείο τον θυμάμαι να παίζει φυσαρμόνικα και jaw harp”
Willie Coffee
Η μουσική στην ζωή του ήταν κάτι το ξεχωριστό. Μ’ αυτή ξέφευγε από την μίζερη καθημερινότητα και ταξίδευε σε διάφορα μέρη που μόνο ο νους μπορούσε να φανταστεί. Σύχναζε σε διάφορα μαγαζιά του Mississippi Delta, προκειμένου να ακούσει τον Willie Brown, τον Charlie Patton αλλά και τον Son House, τον οποίο λάτρευε. Περίπου την ίδια εποχή, κάπου στα 18, είχε πάρει στα χέρια του για πρώτη φορά κιθάρα. Είχε καημό να παίζει τα blues όπως τον Son House.
“Θυμάμαι τον Robert Johnson όταν ήταν μικρό παιδί. Έπαιζε όμορφα την φυσαρμόνικα αλλά ήταν πολύ κακός κιθαρίστας”
Son House
Το Φεβρουάριο του 1929, ο Robert Johnson αποφασίζει να παντρευτεί μια κοπέλα που ήταν 16 χρονών, την Virginia Travis. Η ζωή του, που ήταν ήδη δύσκολη, θα γίνει χειρότερη, όταν η Virginia θα πεθάνει την ώρα που θα έφερνε στην ζωή το παιδί τους. Μαζί της, δυστυχώς, “πήρε” και το βρέφος.
Το μοιραίο γεγονός έκανε το Robert Johnson να κλειστεί στον εαυτό του. Σύμφωνα με τον ιστορικό ερευνητή των blues, Robert “Mack” Mc Cormick, ο Robert Johnson θεωρούσε αυτή την ατυχία ως μια “Θεία Τιμωρία”, γεγονός που θα τον οδηγούσε μετέπειτα στην απόφαση να πωλήσει την ψυχή του στο διάβολο. Έκτοτε, είχε αποφασίσει, σχεδόν τελεσίδικα, ότι θα παρατούσε την αγροτιά και θα γινόταν μουσικός των blues.
Καθημερινά εξασκείτο στην μουσική και προσπαθούσε να τελειοποιήσει το παίξιμο του. Ήθελε να φτάσει και να ξεπεράσει τον Son House. Άρχισε κιόλας να γράφει τους δικούς του στίχους, τα δικά του τραγούδια. Την τότε εποχή, είχε γνωρίσει ένα περίεργο τύπο, ονόματι Isaiah “Ike” Zinnerman, όπου τον βοήθησε να μάθει αρκετά μυστικά της blues μουσικής.
Όσον αφορά τον Zinnerman, ο μύθος έλεγε πως έπαιζε τόσο καλά τα Blues γιατί είχε βοήθεια απ’ τους νεκρούς. Επισκεπτόταν τα κοιμητήρια την νύκτα και έπαιζε για χάρη τους! Δυστυχώς, κανένα τραγούδι του δεν διασώθηκε.
Ο Robert Johnson ξεκίνησε δειλά-δειλά να κάνει κάποιες εμφανίσεις σε διάφορα μαγαζιά της περιοχής αφήνοντάς άφωνους τους θεατές από το παίξιμο του. Μπορούσε να τους παίξει οτιδήποτε, country, folk, hillbilly ή οτιδήποτε άλλο του ζητούσαν. Είχε τόσο καλό μουσικό αυτί που μπορούσε να πιάσει αμέσως οποιοδήποτε ρυθμό. Όσον αφορά την φωνή του, ήταν άκρως σαγηνευτική και ταξιδιάρα.
“Δεν έχω βρει τίποτα πιο βαθιά εκφραστικό από τον Ρόμπερτ Τζόνσον.”
Eric Clapton
Όταν ο Son House επέστρεψε ξανά στο Robinsonville, μια μικρή πόλη του Mississippi, έτυχε να ακούσει ξανά το Robert Johnson να παίζει μουσική. Αυτή την φορά όμως έμεινε με το στόμα ανοικτό. Σαν μουσικός, είχε περιοδέψει σε αρκετά μέρη, αλλά τέτοιο παίξιμο κιθάρας, δεν είχε ακούσει πουθενά, μα πουθενά όμως. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως σε τέτοιο μικρό χρονικό διάστημα, μπορούσε κάποιος να μάθει να παίζει τόσο τέλεια την κιθάρα. Τότε ήταν που άρχισαν να οργιάζουν οι φήμες ότι ο Robert Johnson πούλησε την ψυχή του στο διάβολο προκειμένου να γίνει μουσικός των blues.
Σύμφωνα με τον θρύλο, στο σταυροδρόμι 61 και 49, κοντά στο Dockery Plantation, εκεί όπου κανείς διαλέγει ποιο δρόμο θα πάρει, ο Robert Johnson συνάντησε ένα μαύρο άνθρωπο, τον διάβολο μεταμορφωμένο. Του πήρε την κιθάρα του, την κούρδισε και έπαιξε μερικά κομμάτια. Μετέπειτα του την έδωσε και άμεσα έγινε η ανταλλαγή της ψυχής με το ταλέντο του.
“Ο Johnson έπαιζε για ένα μελλοντικό ακροατήριο, το οποίο μόνο ο ίδιος μπορούσε να δει”
Bob Dylan
Στις αρχές της δεκαετίας του 30’ ο Robert Johnson ήταν ήδη ένας πολύ γνωστός μουσικός της blues. Μαζί με τον φίλο του, Johnny Shines, περιόδευσε και σε άλλες πολιτείες όπως το St. Louis, Detroit, Chicago αφήνοντας το κοινό να διερωτάται ποιος ήταν αυτός ο κύριος με το αστείρευτο ταλέντο.
Τον Μάϊο του 1931 θα παντρευτεί για δεύτερη φορά, την Caletta Craft, μια γυναίκα με 2 ή 3 παιδιά, όπου μετά από λίγο καιρό θα χωρίσουν. Ο Robert Johnson, μετά και τον 2ον χωρισμό, είχε αποφασίσει να ζήσει την νομαδική ζωή του μουσικού, αυτή που πάντα φανταζόταν.
“Όταν τον άκουσα για πρώτη φορά, νόμιζα πως έπαιζαν δύο κιθάρες ταυτόχρονα”
Keith Richards
Το 1936, για καλή τύχη των μετέπειτα θαυμαστών του, ένας κυνηγός ταλέντων, ο H. C. Speir, είδε τον Robert Johnson σε ένα μαγαζί να παίζει και πρότεινε στο Ernie Oertle, που δούλευε στην ARC, να τον συστήσει στον Don Law, προκειμένου να τον προωθήσει να κάνει ένα δίσκο. Όντως έγινε και στις 23 Νοεμβρίου του 1936 είχε κάνει την πρώτη του ηχογράφηση. Ένα χρόνο αργότερα, το 1937, θα κάνει και δεύτερη ηχογράφηση. Όλα μαζί ήταν 29 τραγούδια και 42 ηχογραφήσεις.
Ένα χρόνο αργότερα, στις 16 Αυγούστου του 1938, σε ηλικία μόλις 27 χρονών, ο Robert Johnson θα πεθάνει. Κανείς δεν έμαθε ποτέ πως πέθανε. Άλλοι ισχυρίζονται πως τον δηλητηρίασε κάποιος, αφού ο Robert Johnson φλέρταρε με την γυναίκα του, ενώ άλλοι θεωρούν πως τον μαχαίρωσε. Κάποιοι ιστορικοί αναφέρουν πως πιθανόν να πέθανε και από σύφιλη. Όσον αφορά τον τάφο του, 3 ταφόπλακες έξω από το Greenwood του Mississippi τον διεκδικούν. Κανείς δεν ξέρει που τάφηκε.
Μέχρι την δεκαετία του 60’, πολύ λίγοι είχαν ακούσει για τον Robert Johnson. Ο δίσκος του King of the Delta Blues Singers επανακυκλοφόρησε ξανά μόλις το 61’ ενώ το πιστοποιητικό θανάτου του βρέθηκε το 68’. Τότε όλοι άρχισαν να ρωτούν για τον απίστευτο μουσικό, που δεν είχε πρόσωπο, αφού δεν διασώθηκε καμιά φωτογραφία του!
Ο πρώτος που προσπάθησε να βρει κάτι, ήταν ο Robert “Mack” Mc Cormick, αν και οι έρευνες του απέβησαν άκαρπες. Την σκυτάλη πήρε ο Stephen LaVere, ένας μεγάλος του θαυμαστής, που έκανε τον κόσμο ανάστατο μέχρι να ανακαλύψει κάποια στοιχεία του Robert Johnson. Κατάφερε και βρήκε την ετεροθαλή αδερφή του, την Carrie Thompson, όπου μέσω αυτής ανακάλυψε 2 φωτογραφίες, τις μοναδικές που υπάρχουν και αποδέχονται οι ιστορικοί σήμερα. Δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά “Rolling Stone” το 1986 και στο “78 Quarterly” το 1989.
Εν μέρει αυτή είναι η ιστορία του Robert Johnson, του γίγαντα της blues μουσικής που ενέπνευσε τους καλύτερους τραγουδιστές του κόσμου, όπως τον Bob Dylan, τους Rolling Stones, τον Eric Clapton, τον Jimmy Page και άλλους πολλούς. Και όλα αυτά, μέσω 29 τραγουδιών και 42 ηχογραφήσεων.
* Το κείμενο είναι εξαιρετικά αφιερωμένο στον Ali Mathloum και στην Λέσχη Rock.
Για όσους ενδιαφέρονται η Λέσχη Rock έχει και δικό της group για συζητήσεις.
Pingback