Η σημερινή μέρα είναι βαθιά χαραγμένη στην ιστορία του νησιού μας λόγω των τραγικών συμβάντων της 9ης Ιουλίου 1821. Τα γεγονότα εκείνης της αποφράδας μέρας ταξίδεψαν και σε άλλες χώρες, με διάφορους τρόπους. Εμείς σήμερα θα παραθέσουμε τις 2 ανώνυμες επιστολές που στάλθηκαν από την Ζάκυνθο, σε μια Ιταλική εφημερίδα, όπου μαρτυρά τις σφαγές και τα δεινά που πέρασε το νησί εκείνες τις μέρες.
Σύμφωνα με το Θεόδωρο Παπαδόπουλο, διαπρεπή κύπριο ιστορικό, η αρχαιότερη και πλέον αυθεντική μαρτυρία για τα γεγονότα της 9ης Ιουλίου 1821 είναι δύο ανταποκρίσεις από την Κύπρο στην Ιταλική εφημερίδα Notizie del Giorno, στις οποίες καταγράφονται επακριβώς τα γεγονότα.
Παραθέτουμε πιο κάτω τις ανταποκρίσεις αυτές όπως μεταφράστηκαν από το Γ. Χατζηκωστή.
Εφημερίδα της Ρώμης, αρ. φύλλου 43, 25 Οκτωβρίου 1821
Ζάκυνθος, 8 Οκτωβρίου. Λεπτομέρειες της οικτρής θέσης των κατοίκων της Κύπρου, προερχόμενες από αυθεντικές επιστολές σταλμένες από τη Λάρνακα στις 16 και 22 Αυγούστου.
Μετά τα αποτρόπαια γεγονότα, τα οποία συνέβησαν στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έφθασε και στην Κύπρο το διάταγμα να αφοπλιστούν οι εκεί κάτοικοι. Όντως ο γενικός διοικητής της απαγόρευσε αμέσως την κατοχή και τη χρήση οποιουδήποτε είδους πυροβόλου όπλου ή τέμνοντος οργάνου. Αυτά αφαιρέθηκαν και από τους δυτικούς, τους αρμένιους και τους μαρωνίτες. στερήθηκαν επίσης των εργαλείων τέχνης του ο καθένας, και οι κρεοπώλες, αλλαντοπώλες, οι γεωργοί και όλοι οι άλλοι. Τα πυρομαχικά, τα οποία επωλούντο στα καταστήματα χωρίς να καταβληθεί η τιμή τους μεταφέρθηκαν και αποθηκεύτηκαν στο φρούριο.
Κάποιος λεγόμενος Σάββας, είχε κρύψει ένα βαρέλι με μπαρούτι σε ένα δωμάτιο της ενοριακής εκκλησίας της Λευκωσίας που ονομάζεται Φανερωμένη. Όταν το πληροφορήθηκε αυτό ο προαναφερθείς διοικητής έσπευσε εκεί και όταν βρέθηκε το μπαρούτι, διέταξε να μεταφερθεί στο φρούριο. Ευτυχώς ο Σάββας βρισκόταν στη Λάρνακα και μόλις άκουσε αυτό που συνέβη θεώρησε καλό να κρυφτεί. Έτσι μια και δεν κατέστη δυνατό να τον βρουν, συνελήφθη στη θέση του ο παπά Λεόντιος, εφημέριος αυτής της εκκλησίας, άνθρωπος αγαπητός σε όλους και οι σωματοφύλακες τους έκοψαν το κεφάλι στη μέση της αγοράς. Ανικανοποίητοι απ’ αυτό αποκεφάλισαν άλλους πέντε έλληνες, δύο μοναχούς και τρεις λαϊκούς, που θεωρήθηκαν ένοχοι όχι για τίποτα άλλο αλλά γιατί έκρυψαν μερικά όπλα ή γιατί παλαιότερα είχαν κάποια αντιπαράθεση με τους τούρκους. Όταν έγιναν γνωστές αυτού του είδους οι σφαγές, όχι μόνο ο Σάββας αλλά και οι προύχοντες Χατζή Λοής και Χατζή Πετράκης, από την Κυθρέα, αναχώρησαν με πλοίο για να αποφύγουν την οργή του Διοικητή. Με την άφιξη όμως δύο χιλιάδων στρατιωτών από τον Άγιο Ιωάννη της Άκκρας και άλλων χιλίων που ζητήθηκαν από τις 3 του περασμένου Μαΐου, τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν πιο φρικτή όψη.
Μια Κυριακή ένα απόσπασμα 80 τούρκων στρατιωτών, ενώ βάδιζε προς τον Άγιο Παντελεήμονα για να προστατεύσει την παραλία, πέρασε μπροστά από τη λατινική εκκλησία, την οποία λειτουργούσαν οι μοναχοί του Τάγματος των Ταπεινών Φραγκισκανών. Ενώ ακόμα ετελείτο η θεία λειτουργία, είχαν το θράσος να πυροβολήσουν προς τα κει με τα όπλα τους, με αποτέλεσμα ο πολύς καπνός να καλύψει τον ναό με σκοτάδι, προκαλώντας φρικτό τρόμο στο εκκλησίασμα και κυρίως στις καθολικές κυρίες, που έπεσαν ημιθανείς στο πάτωμα. Συνεχίζοντας την πορεία τους οι στρατιώτες αυτοί, όταν έφθασαν στην κατοικία του προξένου της S. M. Cristianissima (της Α.Μ. του αυτοκράτορα της Γαλλίας), με τους πυροβολισμούς τους καταξέσχισαν τη σημαία της. Η προσβολή αυτή και η επίθεση που έγινε δυσαρέστησε πάρα πολύ όλους τους έντιμους προξένους των ευρωπαϊκών χωρών, οι οποίοι διαμαρτυρήθηκαν στο Διοικητή στη Λευκωσία. Εκείνος όμως δεν τους έδωσε καμία σημασία, με αποτέλεσμα να μείνει ιδιαίτερα προσβεβλημένος ο έντιμος πρόξενος της Γαλλίας, γιατί δεν μπόρεσε να πάρει καμία ικανοποίηση. Τότε μαζί με τους άλλους προξένους ναύλωσαν ένα πλοίο για μεταφέρει τα μηνύματα τους στους εντιμότατους πρέσβεις και τους άλλους εκπροσώπους παρά την Υψηλή Πύλη. κατά την επιστροφή όμως του πλοίου οι απαντητικές επιστολές κατασχέθηκαν από τους Υδραίους. Στο μεταξύ ο Διοικητής, ο οποίος προέβλεπε τις συνέπειες της βάρβαρης συμπεριφοράς του, έγραψε στον μεγάλο ναύαρχο καπουδάν πασά, υπό την προστασία και τις διαταγές του οποίου βρίσκεται το νησί αυτό, κατηγορώντας τους κυπρίους ότι ήσαν επαναστάτες και διατηρούσαν μυστική αλληλογραφία με τους Υδραίους. Ο εν λόγω πασάς περιορίστηκε να τον διατάξει να εξετάσει καλά το πράγμα, ο Διοικητής όμως, αντιθέτως, συμπεριφέρθηκε κατά εντελώς διαφορετικό τρόπο. και ταυτόχρονα έδειξε και ένα πιο ωμό χαρακτήρα.
Έγραψε σε όλους τους επισκόπους του νησιού να μεταβούν στη Λευκωσία μαζί με τους κοτζαμπάσηδες, δηλαδή τους προκρίτους και τους άλλους αξιωματούχους, γιατί έπρεπε να τους ανακοινώσει ένα φιρμάνι. Εκείνοι έφθασαν στην πρωτεύουσα στις 7 του περασμένου Ιουλίου και στις 9 Ιουλίου τους υποχρέωσε να πάνε στο Σεράγιο, που ήταν η έδρα του. Αφού έδωσε εντολή να κλειστούν οι πύλες της πόλης και του Σεραγίου, αρχίζοντας τους αποκεφαλισμούς από τον επίσκοπο της Λάρνακας, διέταξε το ίδιο και για τους επισκόπους της Πάφου και της Κερύνειας και απαγχόνισε τον μακαριότατο αρχιεπίσκοπο όλου του νησιού Κυπριανό μαζί με τον αρχιδιάκονο του. Μόνο ο επίσκοπος Τριμυθούντος κατάφερε να φύγει κρυφά από το νησί φθάνοντας τελικά στην Ανκόνα, στο λοιμοκαθαρτήριο της οποίας βρίσκεται τώρα με δύο ανεψιούς του. Μη αρκούμενος στο αίμα που χύθηκε μέχρι τότε, θέλησε ακόμα να αποκεφαλισθούν οι Μασούρηδες, ο γιός του Γλυκύ και ένας ιερέας. Για κείνη την ημέρα έδωσε διαταγή να σταματήσει η σφαγή, γιατί έπρεπε να ασχοληθεί με τη σύγκληση του Διβανίου για την εκλογή νέων επισκόπων, εκείνων που κατείχαν τις σημαντικότερες θέσεις.
Στις 10 του ίδιου μήνα επανήλθε στη διάπραξη και άλλων σφαγών. Διέταξε να κόψουν τα κεφάλια όλων των προκρίτων της πόλης και των άλλων περιοχών, ανάμεσα στους οποίους οι προύχοντες Σολομωνίδης, Οιικονομίδης, Αντωνόπουλλος, Πιεράκης, Ζωγράφος, Κουρτελλάρης και άλλοι. Παρομοίως διέταξε να απαγχονισθούν όλοι οι ηγούμενοι των μοναστηριών, προβαίνοντας και σε κατάσχεση της περιουσίας των, ειδικότερα εκείνης του λαμπρού μοναστηριού του Κύκκου, αφού διέταξε να κόψουν το κεφάλι του αρχιμανδρίτη, διαρπάζοντας πρώτα κτήματα, ασημικά, ακόμα και ιερά σκεύη. Στην ίδια αποστέρηση υπέβαλε και μερικούς έλληνες, που βρίσκονταν στην υπηρεσία των ανώτερων αξιωματούχων του Σεραγίου και του Μεκκεμί ή της κατοικίας του Μουφτή, και τους υποχρέωσε διά της βίας να γίνουν τούρκοι. Την ίδια τύχη υποχρεώθηκαν να ακολουθήσουν και τα παιδιά των σφαγιασθνέντων προκρίτων και πολλοί άλλοι.
Αρ. φύλλου 44, 2 Νοεμβρίου 1821
Ζάκυνθος, 8 Οκτωβρίου. Τέλος των λεπτομερειών για την οικτρή κατάσταση των κατοίκων της Κύπρου
Στις 11 του προαναφερθέντος Ιουλίου εξεδόθη η μοιραία δικαστική θανατική απόφαση να αποκεφαλισθούν, ενώπιον των δικαστηριακών υπαλλήλων, δύο ενεψιοί του αρχιεπισκόπου και τρία άλλα άτομα. Την ίδια ποινή υπέστησαν οι έλληνες μεγαλέμποροι της Λευκωσίας, της Λάρνακας, της Λεμεσού και άλλων, οι πρωθιερείς και άλλοι έλληνες πρόκριτοι. Τι περισσότερο να πει κανείς! Το ίδιο έγινε και στις 12 του μηνός στους προκρίτους της Λεμεσού και σε άλλους τρεις κατοίκους εκείνης της πόλης, και σε πολλούς κληρικούς και λαϊκούς. Καθημερινά ο εν λόγω Διοικητής δεν επεδίωκε τίποτε άλλο παρά να φέρνει από όλα τα μέρη της νήσου αθώα και δυστυχισμένα πλάσματα. με σκοπό να χύνεται ολοένα και περισσότερο το αίμα των χριστιανών, των μοναχών, των ιερών, υποβάλλοντος τους στις πιο εξαντλητικές ανακρίσεις και επιτηρώντας αυστηρά τους ανακριτές, για να τους έχει κάτω από τον έλεγχο του. Μετά απ’ αυτό έφθασε στην αξεπέραστη ωμότητα να βάζει να σφάζουν μεταξύ ιερέων και κληρικών άλλοτε 10, άλλοτε 15 και άλλοτε 20 κάθε μέρα. Κι’ αν περνούσε κάποια μέρα χωρίς κανένα απ’ αυτά τα θύματα, την επόμενη τα διπλασίαζε, για να τα ξαναφέρνει στον ίδιο αριθμό.
Με παρόμοιο απαίσιο σύστημα αφάνισε τους προκρίτους, τους ηγούμενους, τους πρωθιερείς. για να διαφύγουν τον θάνατο, μερικοί, μεταμφιεζόμενοι σε δυτικούς, επιβιβάζονταν σε πλοία είτε για τη Γένοβα είτε για τη Μασσαλία και το Λιβόρνο. Μεταξύ τους φάνηκαν πολύ τυχεροί ο επίσκοπος Τριμυθούντος, ο αρχιμανδρίτης και έξαρχος του θανατωθέντος αρχιεπισκόπου Κυπριανού, οι οποίοι αφού έκοψαν τα μαλλιά τους και ξύρισαν τα γένια, ντυμένοι φράγκικα, αναχώρησαν με πλοία για την Ευρώπη. Αυτό όμως δεν τελεσφόρησε σε δύο άλλους, οι οποίοι αναγνωρίστηκαν, καθώς διέφευγαν, συνελήφθησαν και ακολούθως αποκεφαλίστηκαν. Εξ’ αιτίας αυτού προκλήθηκε μεγάλος τρόμος στις ψυχές εκείνων που ήλπιζαν να λυτρωθούν με τη φυγή. Ωστόσο για να ξεπεράσουν τα έσχατα αυτά δεινά, αντιμετωπίζουν τον κάθε κίνδυνο με τόλμη: έτσι πολυάριθμες οικογένειες, ακόμα και με τα ρούχα που φορούν, ετοιμάζονται να γλυτώσουν από κει με τη φυγή. Κανένας, τέλος, δεν θέλει πια να μείνει σ’ εκείνο το νησί, με τους ίδιους τους ευρωπαίους να διευκολύνουν την αναχώρηση τους, η οποία από πολλούς ήδη πραγματοποιείται, ενώ άλλοι ετοιμάζονται, με αποτέλεσμα σε λίγο το νησί να αποβεί μια έρημος.
Ανάμεσα στις τόσες βαρβαρότητες του τούρκου Διοικητή αξίζει ακόμα να σημειωθεί ότι διατάσσει να κατεδαφιστούν όλα τα αρχοντικά των ελλήνων και αρμενίων νοικοκυραίων, αφήνοντας μόνο το ισόγειο, έτσι που εκείνοι που θα επιβιώσουν να μη μπορούν πια να κατοικούν σε ψηλές κατοικίες και μεγαλοπρεπή σπίτια, αλλά σε κείνα που τώρα παρουσιάζουν την εικόνα ευτελών αγροτικών χαμόσπιτων. Οικτίροντας οι πρόξενοι και οι ευρωπαίοι έμποροι την αξιοθρήνητη κατάσταση των πολυάριθμων αυτών πολιτών, ιδίως των αγοριών και των κοριτσιών, δέχονται να τους κρύβουν στις κατοικίες τους. Και μολονότι ο τούρκος Διοικητής δεν επιτρέπεται να κάνει να κάνει έρευνες σ’ αυτές, επιχειρεί να τους δελεάσει να γίνουν τούρκοι, επιμένει στους πρόξενους να του τους παραδώσουν, είτε με παρακλήσεις είτε με απειλές, διακηρύσσοντας ότι διαφορετικά θα πάει ο ίδιος να τους συλλάβει στα σπίτια τους. Βλέποντας στη συνέχεια ότι οι πρόξενοι για να σώσουν από βέβαιο θάνατο τόσους δυστυχισμένους, δεν κάμπτονται στα σχέδια του, θέλει να γράψει στην Κωνσταντινούπολη για να πάρει έγκριση ότι είναι ανάγκη να μπει στα σπίτια των προξένων. Συνέβη ακόμα πολλές έγκυες γυναίκες, στη θλιβερή αγγελία του βάρβαρου θανάτου των συζύγων τους, αφού έφεραν στο φως τα πρόωρα έμβρυα τους, να πεθάνουν κι’ αυτές από τον καημό.
Για όλα αυτά ακούονται παντού στεναγμοί, και όλα είναι γεμάτα τρόμο και ταραχή: γιατί και οι χωρικοί είτε υφίστανται το τεράστιο βάρος των φόρων είτε μη μπορώντας να τους καταβάλουν, σύρονται στη φυλακή μέσα σε βαριά δεσμά και σε ασιτία. Σε ποιον δεν θα έπρεπε να γεννιέται ευσπλαχνία βλέποντας εκείνο το νησί να ερημώνεται από τους ντόπιους έλληνες, οι οποίοι σφάζονται ή τρέπονται σε φυγή ή υποχρεώνονται να σπασθούν τη μωαμεθανική θρησκεία ή τέλος να είναι βαθιά βουτηγμένοι μέσα στον τρόμο, στις βαρβαρότητες και στους φόρους, εξ’ αιτίας των οποίων σβήνουν μισοπεθαμένοι;
Σε πολλούς δυστυχισμένους προστίθεται ως αποκορύφωμα, το γεγονός ότι εδώ και πολλά χρόνια δεν θυμούνται στον τόπο πιο μεγάλη συγκομιδή όλων των προϊόντων όσο αυτόν τον χρόνο: κανένας από τους κατοίκους, εξ’ αιτίας αυτών των θλιβερότατων γεγονότων δεν μπόρεσε να ευχαριστηθεί ή να επωφεληθεί απ’ αυτά. Κανένας έμπορος, πραγματικά δεν υπάρχει, ο οποίος να ενδιαφέρεται για τα προϊόντα, παρά τις εξευτελιστικές τιμές τους. μολονότι ένας τράγος μπορεί να βρεθεί στην τιμή των δύο λιρεττών, 40 κιλά σιτάρι για μια και μισή λιρέττα και 40 κιλά κριθάρι για μια λιρέττα και, με τον ίδιο τρόπο, αντιστοίχως κάθε άλλο είδος προμηθειών. Οι έμποροι έχοντας εμπιστευθεί τα εμπορεύματα τους και χρήματα σε άτομα που έχουν ήδη σφαγεί ή διαφύγει ή τους κατασχέθηκαν οι περιουσίες ή εξαθλιώθηκαν οικονομικά ξε’ αιτίας του πλήθους των φόρων καταντούν να πτωχεύσουν. Όλοι οι ναοί και τα μοναστήρια των ελλήνων, πλούσια από ακίνητη περιουσία από δωρεές, από συνδρομές και από άφθονα ιερά σκευή, έχουν πια εντελώς ξεγυμνωθεί με τον ίδιο τρόπο που οι αγροί έχουν ερημωθεί, η γεωργία παντελώς καταστραφεί και οποιαδήποτε δοσοληψία και εμπόριο έχουν ανασταλεί.
Φαίνεται λοιπόν ότι ο τούρκος αυτός Διοικητής έχει κάνει όρκο να καταστρέψει και να εξολοθρεύσει όλο τον ελληνικό πληθυσμό. Όμως και οι οικογένειες των προξένων της Γαλλίας, της Νεάπολης, της Ρωσσίας και άλλων έχουν ήδη αναχωρήσει με πλοία για την Ευρώπη και το ίδιο ετοιμάζονται να κάνουν και άλλες οικογένειες των ευκατάστατων ευρωπαίων που διέμεναν εδώ. Παραμένουν επί του παρόντος μόνο οι πρόξενοι για να καταγίνονται με τα διπλωματικά τους καθήκοντα. Ακολούθως αναχώρησε από την Κύπρο ένα ναπολιτάνικο πλοίο κατευθυνόμενο στο Λιβόρνο, φορτωμένο με ελληνικές και ευρωπαϊκές οικογένειες. Άλλα πλοία, γαλλικά, σαρδηνιακά και αυστριακά εκμισθώνονται για να μεταφέρουν τις απομένουσες ευρωπαϊκές οικογένειες και εκείνους τους έλληνες που θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν τη διαφυγή τους μεταμφιεζόμενοι. και τώρα το νησί αυτό θα παραμείνει πιο πολύ ένα καταφύγιο αγριμιών παρά ένα ενδιαίτημα ανθρώπων.
* Το κείμενο δημοσιεύθηκε πρώτα στην εφημερίδα Ξυλότυμβος.
Βεατρίκη Α
July 9, 2018 at 12:30 pm
Φοβερό ιστορικό! Βουτηγμένο στο αίμα..
Chris.Pinturicchio
July 9, 2018 at 12:35 pm
Δυστυχώς είναι βουτηγμένη στο αίμα αυτή η ιστορία…
Βεατρίκη Α
July 9, 2018 at 7:37 pm
Πάντως, τιμή σου που τα ανέφερες. Ομολογώ, δεν τα είχα υπ’ οψη μου και είναι φοβερά..
Chris.Pinturicchio
July 11, 2018 at 7:59 am
Σ’ ευχαριστώ για τα λόγια σου Βεατρίκη μου. Χαίρομαι που σ’ άρεσε το κείμενο.