Μικρά που έμειναν στο Περιθώριο

Ο πελλός που την πόρταν

Ο πελλός που την πόρτα, για όσους δεν το γνωρίζουν, είναι ένα παραμύθι που μιλάει για 2 αδέρφια όπου ο ένας ήταν τρελός και ο άλλος μυαλωμένος. Η ιστορία έχει διάφορες πλοκές και αμέτρητες παραλλαγές ανά περιοχή, αλλά το νόημα είναι πάντα το ίδιο, ότι και ο τρελός έχει μυαλό και εξυπνάδα.

Πέραν του παραμυθιού, στην Κύπρο χρησιμοποιούμε τον τίτλο του παραμυθιού και σαν έκφραση, “έτον πελλόν που την πόρτα”. Την λέμε για κάποιον που φέρεται υπερβολικά, που κάνει πολύ περισσότερα από όσα χρειάζεται ή από όσα του ζητήθηκαν (ερμηνεία από το cyslang).

Όπως ανέφερα, το παραμύθι έχει πάρα πολλές παραλλαγές έτσι θα αναφέρουμε μια κυπριακή εκδοχή αλλά και μια εκδοχή που λέγεται στην Ελλάδα με το όνομα ζουρλοκατερίνα (τρελοκατερίνα).

Κυπριακή εκδοχή

Μιαν φοράν τζι έναν τζαιρόν, είσιεν θκυο αδέρκια, έναν πελλόν τζι έναν νούσιμον. Ήταν που οικογένειαν φτωσιήν τζι εν είχαν που τον νήλιον μοίραν.

Μιαν ημέραν, λαλεί του Πελλού ο Νούσιμος:

– «Ρε, έρκεσαι μητά μου να πάμεν σε άλλους τόπους πέρκη έβρουμεν την τύχην μας;»

– «Διώ εφτά κουτρουμπέλλες,» λαλεί του ο Πελλός.

Επήαν έσσω, τζι εποσιαιρετήσαν την μάναν τους να τους δώκει την εφτζήν της.

Ο Πελλός εβαρυκόλιαν, ο Νούσιμος αβιάζετουν να μεν νυχτωθούσιν.

– «Χάτε ρε, εγιώ φεύκω, τελείωννε τζαι τράβα τζαι την πόρταν μητά σου»

Τραβά την πόρταν ο Πελλός, εξιμπάρρωσεν την. Επηαίνναν επηαίνναν, ο Πελλός εν έφτανεν τον Νούσιμον. Γυρίζει πίσω ο Νούσιμος, ιντα να δει…

– «Μα ΄σαι τέλλεια πελλός ρε; Κουβαλάς τζαι την πόρταν μητά σου;»

– «Εγιώ είμαι ο πελλός αξά εσού που μου είπες να την τραβήσω μητά μου»

Την ώραν τζείνην εφτάσαν σ’έναν ποταμόν.

– «Χάτε αφού την εκουβάλησες ως δαμαί, βάρτην να την κάμουμεν γιοφύριν να ρέξουμεν που την άλλην.»

Ρέσσουν που την άλλην, ο Πελλός το φκολίν του να κουβαλά την πόρταν.

– «Ρε μα ΄σαι πελλός ρε, την πόρταν τι την κουβαλάς;»

– «Ίντα εν να πετάξω την πόρταν;» λαλεί του ο Πελλός. «Τζι αν μας ιγρειαστεί;»

Επηαίνναν επηαίνναν, είδαν τον κουρνιαχτόν του φουσάτου του βασιλιά που εστρέφετουν που το τζυνήιν. Ο Νούσιμος εφοήθην άμπα τζαι πιάει τους ο βαλιλιάς τζαι κάμει τους στρατιώτες τζαι ετράβησεν τζαι τον Πελλόν τζαι εφκήκαν πας έναν δεντρόν να χωστούν. Η πόρτα εβρέθην τους πάλε. Εβάλαν την πας σε θκυό κλωνιά πας το δεντρόν τζαι κάτσαν τζαι τζείνοι πουπάνω.

Γυρόν τζαι πογυρόν, ο βασιλιάς ήρτεν πουκάτω που το δεντρόν τζαι έστρωσεν τραπέζιν να φαν τα τζυνήα. Ετρώαν, επίνναν, εδιασκεδάζαν τζαι εν ελαλούσαν να τελειώνουν να φεύκουν. Στην πολλήν την ώραν ο Πελλός εσυφτάστην τζαι έθελεν να κατουρήσει.

– «Ούσσου, κάτσε τζιαμέ τζαι σφίχτου», ένεψεν του ο Νούσιμος.

Ο Πελλός τίποτε. Ήταν να σπάσει.

– «Ξαπόλα τα λλίον λλίον να με σε πάρουν χαπάριν», εψουψούρισεν του ο Νούσιμος.

Κορτώννει την ο Πελλός, εγέμωσεν το ποτήριν του βασιλιά.

– «Μεγάλον πουλλάκιν επέρασεν» λαλεί ο βασιλιάς, τζαι εσυνέχισεν το ζιαφέττιν.

Ύστερα που λλίον λαλεί ο Πελλός του Νούσιμου:

– «Ρε εν χοντρόν μου που έθελα να κάμω, εκατούρησα μα εν μου επέρασεν το σύφτασμαν»

– «Εν να μας δουν τζαι κατύσιη μας» εψουψούρισεν του ο Νούσιμος.

– «Εν να τα ξαπολύσω λλία λλία» λαλεί του ο Πελλός

Ξαπολά έναν κοτσιράκκον ο Πελλός, έππεσεν ίσια μες το πιάτον του βασιλιά.

– «Μεάλον πουλλάκιν επέρασεν, μεάλον κότσιρον μας έχεσεν» λαλεί ο βασιλιάς.

Την ώραν που μάσιετουν να ψηλώσει τα παντελόνια του ο Πελλός επεϋκλώθηκεν τζαι έγλιασεν η πόρτα τζαι έππεσεν πας την παρέαν του βασιλιά.

– «Βουράτε να φύουμεν τζαι σύρνουν μας με τα κανόνια» εφώναξεν ο βασιλιάς.

Εφύαν άρον  άρον τζαι αφήκαν τζιαμαί τζαι τα πιάτα τα χρυσά, τζαι τα προτσομάσιαιρα τα αρκυρά, τζαι τα ποτήρκα τα κρυσταλλένα. Κατεβαίννουν που το δεντρόν, ο Νούσιμος εσύναξεν τα χρυσαφικά, ο Πελλός εσύναξεν τα ελιοκόκκονα να καπνίσει τζαι να δοξάσει τον θεόν που τους εγλύτωσεν. Ο Πελλός ύστερις έπιαεν μια παλιόσμιλα τζαί έναν παλιοξιούραφο τζαι ισιώσαν στην πόλη.

Ο Νούσιμος επούλισε τα χρυσαφικά τζαί έπιαχεν ριάλλια. Ο Πελλός εγύριζεν μέστην πόλη τζαι εφώναζεν

– Καθαρίζο φκιά…. Ξιουρίζο γλώσσες… Ήρτε ένας να του καθαρίσει τα φκιά του. Μπήει του την σμίλλα μέστο φτήν… έφκαλεντην που το άλλο… Ο άδροπος εφώναζεν εκούφανε με, εκούφανε με… Ύστερης έρκεται ένας να του καθαρίσει την γλώσσα του. Κάμνει πως εννα του την καθαρίσει ο Πελλός αλλά έκοψε του την.. Χωρεί τον ο Νούσιμος τζαί έπιαντον τζαί επίαν πίσω στο χωρκόν.

Τζαι ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα…..

Ζουρλοκατερίνα

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Πού είσαι βρε, έλα δώ! Παλιόσκυλο, αχ, πάει το λουκάνικο! Το άρπαξε! Αχ, κακό που έπαθα! Τι θα φάει ο Δημητρός τώρα που θα γυρίσει από το χωράφι; Ευτυχώς που έχω το κρασί και… Α! Το κρασίιιι!!

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: Κατερίνα, Κατερινούλα! Γύρισα καλή μου. Μμμμ , μου μυρίζει λουκάνικο. Πού είσαι Κατερίνα;

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Εδώ, αχ, εδώ είμαι Δημητρό μου! Αχ, τι μέρα κι αυτή!

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: Ωχ, τι έκανες πάλι βρε Ζουρλοκατερίνα; Τι σκάρωσε το μυαλό σου;

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Όχι, εγώ Δημητρό μου. Εγώ έκανα τα πάντα για να σε ευχαριστήσω αλλά…

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: Ωχ, λέγε, αλλά;

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Να, άφησα το σκύλο να φυλάει το λουκάνικο που σου έψηνα στο τζάκι και κατέβηκα στο κελάρι να σου βάλω λίγο κρασί…

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: Μα άφησες το σκύλο να φυλάει το λουκάνικο; Ζουρλοκατερίνα!

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Μα, για φύλακα δεν τον έχουμε Δημητρό μου; Εγώ τον εμπιστεύτηκα κι αυτός άρπαξε το λουκάνικο κι έφυγε! Έτρεξα να τον προλάβω, αλλά ξαφνικά θυμήθηκα ότι είχα αφήσει το βαρέλι με το κρασί να τρέχει, κατέβηκα στο κελάρι κι όλο το βαρέλι άδειασε στο πάτωμα Δημητρό μου..

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: Ωχ, κι άλλο κακό! Αχ μωρέ Ζουρλοκατερίνα, τι έκανες; Πάει το λουκάνικο, πάει και το κρασί μας; Μα τι έχεις στο κεφάλι σου; Άχυρα αντί για μυαλό;

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Δημητρό μου εγώ για σένα τα κάνω όλα. Εγώ Δημητρό μου για σένα φροντίζω… (κλαψουρίζει). Όμως έκανα κάτι καλό. Για να απορροφήσει το κρασί από το πάτωμα άδειασα το σακί με το αλεύρι και τώρα το κελάρι είναι στεγνό!

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: Τι!!!!!! Βρε Ζουρλοκατερίνα, κατέστρεψες και το αλεύρι μας; Συμφορά μας!

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Αχ, Δημητρό μου  να τα νοικοκυρέψω ήθελα… Εγώ Δημητρό μου για σένα…

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: ( απομακρύνεται και μονολογεί) Α, πρέπει οπωσδήποτε να σώσω τα φλουριά μας. Αυτή η γυναίκα με το μυαλό που κουβαλάει είναι ικανή να τα μαγειρέψει, να τα πετάξει, να τα τηγανίσει,  ξέρω γω… Κατερίνα, Κατερινούλα μου…

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Ορίστε Δημητρό μου;

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: Στάσου λίγο εδώ, θα φέρω κάτι, έτσι καλή μου;

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Ναι Δημητρό μου, ό,τι πεις. Θα περιμένω. (Ο Δημητρός βγαίνει για λίγο και αυτή μονολογεί) Αχ, πόσο λυπάμαι, ο Δημητρός μου δεν έχει ούτε να φάει, ούτε να πιει τώρα, αχ τι άτυχη μέρα και αυτή. Κι όμως εγώ έκανα ό,τι μπορούσα..

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: (κρατά ένα σακούλι) Κατερινούλα…

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Ναι, Δημητρό μου;

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: Βλέπεις αυτό το σακουλάκι;

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Ναι Δημητρό μου, το βλέπω, δεν το βλέπω; Τι έχει μέσα όμως, αυτό δεν το βλέπω η καψερή.

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: Α, δεν έχει τίποτε σπουδαίο μέσα. Γι αυτό και θα το πετάξω. Έχει κάτι φλου…ε..κουμπιά, άχρηστα κουμπιά..

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Α, δώστα μου να τα βάλω στα πουκάμισά σου Δημητρό μου..

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: Α, δεν είναι καλά σου λέω, είναι κουμπιά χωρίς τρύπες!

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Α παπα! Κουμπιά χωρίς τρύπες;

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: Γι αυτό σου λέω θα πάω να τα θάψω εκεί κάτω από την ελιά τα φλου…ε , τα κουμπιά…Θέλω όμως να μου υποσχεθείς ότι δεν θα τα αγγίξεις ποτέ.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Σου το υπόσχομαι Δημητρό μου. Ό,τι πεις εσύ Δημητρό μου. Δεν θα τα αγγίξω.

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: Ουφ, ας ελπίσουμε ότι το κουφιοκέφαλό σου δε θα κάνει πάλι καμιά γκάφα…Εγώ πάω να τα θάψω κι εσύ κάνε μου καμιά πατάτα γιατί πεθαίνω της πείνας.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Ναι, Δημητρό μου. Ό,τι πείς Δημητρό μου.

Στο σπίτι μπαίνουν δυο απατεώνες. Μιλούν συνωμοτικά

ΚΛΕΦΤΗΣ1: (προφέρει το « ρ» σαν «γ») Ωραία, δε φαίνεται νάναι κανείς εδώ… Να πάρουμε ό,τι βρούμε και να του δίνουμε.

ΚΛΕΦΤΗΣ2: Μα… ας είμαστε πιο προσεκτικοί. Κάτσε να φωνάξουμε μήπως… Ε, Νοικοκυραίοι! Είναι κανείς εδώ;

ΚΑΤΕΡΙΝΑ:( ακούγεται η φωνή της) Έρχομαι, έρχομαι καλέ! Ποιος;

ΚΛΕΦΤΗΣ 2: Ωχ, είδες, θα την πατάγαμε! Το νου σου τώρα, εσύ μη μιλάς, άσε εμένα.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: (μπαίνει) Ορίστε, τι θέτε;

ΚΛΕΦΤΗΣ 2: Ε..καλημέρα κυρά. Είμαστε τσουκαλάδες… Πουλάμε τσουκάλια, θα πάρετε κανένα τσουκάλι;

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Α, ναι θέλω ένα τσουκάλι! Όμως δεν έχω χρήματα. Ο Δημητρός δε μου άφησε καθόλου…

ΚΛΕΦΤΗΣ 2: Κρίμα, μήπως όμως έχετε κάτι να το ανταλλάξουμε; Να μας δώσετε κάτι και να σας δώσουμε το τσουκάλι;

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Χμμμ, κάτι έχω… Δεν ξέρω αν σας κάνει.. Κάτι κουμπιά…

ΚΛΕΦΤΗΣ 1: Κουμπιά;; Τι σαχλαμάρες!

ΚΛΕΦΤΗΣ2 : (συνωμοτικά)Σσσς, σώπα! Φαίνεται χαζοβιόλα, θα την κοροϊδέψουμε…

(δυνατά)Ε, ναι κυρία, ας δούμε τα κουμπιά σας..

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Α, εγώ δεν μπορώ να τα αγγίξω, το υποσχέθηκα. Εσείς όμως μπορείτε να πάτε κάτω από την ελιά, εκεί, στον κήπο, να σκάψετε και να τα βρείτε. Και αν σας κάνουν μου δίνετε ένα τσουκάλι. Τι λέτε;

ΚΛΕΦΤΗΣ 1: (μυστικά)Να σκάψουμε; Α, όλα κι όλα, εγώ δε σκάβω, βαριέμαι… Αμα ήταν να σκάβω θα γινόμουν εργάτης όχι κλέφτης..

ΚΛΕΦΤΗΣ2: (μυστικά) Σσσς, σταμάτα! (δυνατά)Ε, ναι κυρία μου, θα πάμε να δούμε τα κουμπιά και θα σας πούμε. Έλα, πάμε συνάδελφε..

ΚΛΕΦΤΗΣ1( μυστικά)Εγώ δε σκάβω να το ξέρεις….

ΚΛΕΦΤΗΣ 2: Καλά, καλά, θα πάω μόνος μου..

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Ωραία, εγώ πάω να απλώσω τα ρούχα όσο εσείς σκάβετε, εντάξει; Και θάρθω αμέσως.

Η Κατερίνα και ο κλέφτης 2 βγαίνουν, ο κλέφτης 1 μονολογεί.

ΚΛΕΦΤΗΣ 1: Κουμπιά, και τι θα τα κάνουμε εμείς τα κουμπιά; Μοδίστρες είμαστε; Σαχλαμάρες!

ΚΛΕΦΤΗΣ 2: (μπαίνει με το σακί) Ε φίλε, κοίτα δω! Είναι φλουριά! Φλουριά χρυσά!

ΚΛΕΦΤΗΣ1 : ω! Φλουριά! Αληθινά φλουριά!

ΚΛΕΦΤΗΣ 2: Έλα, πάμε να φύγουμε πριν γυρίσει η χαζοβιόλα! Τρέχα!

ΚΛΕΦΤΗΣ 1: Πάμε, πάμε! Ζήτω! Φλουριά!

(Βγαίνουν και μπαίνει η Κατερίνα)

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Ε, καλέ σεις; Τσουκαλάδες! Το τσουκάλι ξεχάσατε! Καλέ! Μπα, τι παράξενο, πήραν τα κουμπιά και τρέχουν σαν τρελοί!  (Μπαίνει ο Δημητρός) Α, Δημητρό μου, ήρθες! Έλα να σου πω…

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: Ωχ, τι έγινε σήμερα; Τι έκανε το κουφιοκεφαλάκι σου Ζουρλοκατερίνα;

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Μπα, όχι εγώ. Να, ήρθαν κάτι τσουκαλάδες και επειδή δεν είχα λεφτά τους είπα να πάρουν τα κουμπιά, θυμάσαι, τα άχρηστα;

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: Ω συμφορά μου! Τα φλουριά!

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Όχι, Δημητρό μου, τα κουμπιά, όχι τα φλουριά. Εκείνα που έθαψες στην ελιά καλέ.

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: Τα φλουριά μας! Λέγε τι έγιναν τα φλουριά μας;

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Μα, ποια φλουριά Δημητρό μου; Τα κουμπιά σου λέω. Εγώ δεν τα άγγιξα, όπως στο υποσχέθηκα, γιατί εγώ κάνω ό,τι πεις Δημητρό μου…

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: Λέγε, λέγε γρήγορα…

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Ε, είπα στους τσουκαλάδες και σκάψανε κι αυτοί κάνανε σαν τρελοί με τα άχρηστα κουμπιά Δημητρό μου, τα πήραν και τρέξανε… Μηστήριο ε;

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: Τι μυστήριο βρε Ζουρλοκατερίνα; Πήραν τα φλουριά μας, το κατάλαβες;

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Μα Δημητρό μου, σου λέω για τα κουμπιά!

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: Ψέματα σου είπα. Δεν ήταν κουμπιά, ήταν φλουριά. Τα έκρυψα για να τα γλυτώσω από το κουφιοκέφαλό σου, αλλά, τίποτα. Τα κατάφερες πάλι  Ζουρλοκατερίνα!

ΚΑΤΕΡΙΝΑ : (κλαψουρίζοντας) Και πού θες να ξέρω εγώ Δημητρό μου; Εγώ κάνω ό,τι πεις εσύ. Αχ, τι φταίω η καψερή; Όμως Δημητρό μου, τώρα μόλις έφυγαν. Δεν πάμε να τους κυνηγήσουμε; Θα τους προλάβουμε.

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: Καλά λες. Λοιπόν, εγώ πάω να τους προλάβω κι εσύ πάρε κάτι να φάω, κάτι να πιώ και κλείδωσε τις πόρτες κι έλα να με βρεις.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ : Εντάξει Δημητρό μου, μείνε ήσυχος. ( Ο Δημητρός φεύγει) Χμμ ,για στάσου, τι μου είπε να κάνω; Αχ, πολλά ήταν, δεν τα θυμάμαι… Κάτι να φάει,..χμ,… κάτι να πιει…Αχ, και κάτι άλλο….΄Α , να κλειδώσω!

Στο δάσος. Έχει σκοτεινιάσει. Ένα μεγάλο δέντρο. Φτάνει ο Δημητρός.

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: Μα πού είναι η Ζουρλοκατερίνα; Γιατί αργεί; Θα τους χάσουμε τους κλέφτες..(Μπαίνει αγκομαχώντας η Κατερίνα. Κρατά ένα καλάθι και στην πλάτη της κουβαλά μια πόρτα. ) ‘Ελα βρε Κατερίνα, γιατί άργησες; Τι, τι κουβαλάς μωρέ;

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Αχ Δημητρό μου, να σου έφερα καρύδια και ξύδι να φας και να πιεις…

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: Μα… τι; Θα κάθομαι να σπάω καρύδια ενώ κυνηγάμε κλέφτες; Και θα πιω ξύδι; Μα …Αχ, Ζουρλοκατερίνα! Και την πόρτα; Τι τη θες την πόρτα;

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Εσύ δε μου είπες να κλειδώσω; Τούτη είχε χαλασμένη κλειδαριά, δεν κλείδωνε. Τι ήθελες, να την αφήσω ξεκλείδωτη; Ε; Εγώ Δημητρό μου κάνω ό,τι μου πεις εσύ…

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: (Χτυπά το κεφάλι του) Θεέ μου, τι γυναίκα είναι αυτή; Αχ, πώς την παντρεύτηκα; Ωχ, οι κλέφτες, έρχονται. Έλα, θα ανέβουμε πάνω στο δέντρο, θα κρυφτούμε και όταν τους πάρει ο ύπνος θα πάρουμε τα φλουριά μας.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Καλέ γιατί να κρυφτούμε; Να τα πάρουμε τώρα.

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: Όχι, κι αν είναι κακοί; Κι αν μας χτυπήσουν; Άσε καλύτερα, θα το κάνουμε κρυφά. Έλα άντε ανέβα.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Αχ, εύκολο τόχεις; Με τούτα που κουβαλώ; Αχ, τι τραβάω…

(Ανεβαίνει αγκομαχώντας. Μπαίνουν οι κλέφτες και κάθονται κάτω από το δέντρο)

ΚΛΕΦΤΗΣ2: Αχ, είμαι κουρασμένος. Έλα να κάτσουμε να κοιμηθούμε εδώ και αύριο το πρωί συνεχίζουμε.

ΚΛΕΦΤΗΣ 1: Α, όλα κι όλα! Εγώ εδώ δεν κοιμάμαι! Έχει φαντάσματα εδώ!

ΚΛΕΦΤΗΣ 2: Μη λες σαχλαμάρες. Έλα κάτσε να ξεκουραστούμε.

ΚΛΕΦΤΗΣ1: Όχι, εγώ θα μείνω όρθιος. Η γιαγιά μου μου έλεγε ότι στα δάση υπάρχουν κακές καρακάξες!

ΚΛΕΦΤΗΣ 2: Ε και; Τι φοβάσαι;

ΚΛΕΦΤΗΣ1: Εγώ τις καρακάξες τις φοβάμαι! Η γιαγιά μου μου έλεγε ότι είναι κακές σου λέω… Αχ, μανούλα μου… Γιαγιούλα μου…

ΚΛΕΦΤΗΣ2: Εγώ πέφτω για ύπνο. Εσύ κάνε ό,τι θες..

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: (ακούγεται σιγανά) Δημητρό;

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: Σσς, μη μιλάς, άσε να κοιμηθούν, μη μας πάρουν είδηση.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Μα… κάτι με βαραίνει.. Θα πετάξω τα καρύδια να αλαφρώσω λίγο.

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: Όχι, όχι, θα μας καταλάβουν.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Μα, δεν αντέχω σου λέω, θα πέσω. Τα ρίχνω!

(Πετά τα καρύδια και ο κλέφτης 1 φωνάζει)

ΚΛΕΦΤΗΣ 1: Α , γιαγιούλα μου! Φαντάσματα, καρακάξες!

ΚΛΕΦΤΗΣ 2: Μα.. τι έγινε, τι έπαθες;

ΚΛΕΦΤΗΣ 1: Να, κοίτα, οι καρακάξες! Είναι πάνω στο δέντρο και ρίξανε τις κουτσουλιές τους. Αχ, γιαγιούλα μου καλά μου τόλεγες! Ορίστε τώρα! Γεμίσαμε καρακαξοκούραδα! Έλα, πάμε να φύγουμε από δω.

ΚΛΕΦΤΗΣ 2: Δεν πάω πουθενά. Επειδή εσύ είσαι χαζός και φοβιτσιάρης δε θα τρέχω εγώ μέσα στη νύχτα. Εγώ κοιμάμαι.

ΚΛΕΦΤΗΣ 1: Αχχχ, τι τρομάρα… Εγώ θα κάτσω όρθιος, να είμαι έτοιμος, άμα ορμήξουν οι καρακάξες…

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Δημητρό;

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: Σσς, τι είναι πάλι;

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Κάτι άλλο με βαραίνει. Το ξύδι θάναι. Θα το πετάξω να αλαφρώσω.

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: Ωχ, πάει, τώρα δεν τη γλυτώνουμε, θα μας πάρουν είδηση..Θα μας δείρουν, θα μας σκοτώσουν..

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Ε, και τι θες, να πέσω; Θα ρίξω το ξύδι, να!

(Ρίχνει το ξύδι και ο κλέφτης 1 φωνάζει)

ΚΛΕΦΤΗΣ 1: α! Γιαγιούλα μου! Βοήθεια! Φαντάσματα! Σήκω, πάμε να φύγουμε!

ΚΛΕΦΤΗΣ 2: Μα.. τι έγινε πάλι;

ΚΛΕΦΤΗΣ 1: Ορίστε! Κατούρησαν! Οι καρακάξες κατούρησαν πάνω μας!

ΚΛΕΦΤΗΣ 2 : α, Δε σε αντέχω πια! Σα μωρό παιδί κάνεις. Μα πιστεύεις στα φαντάσματα και τις καρακάξες; Στα παραμύθια που σούλεγε η γιαγιά σου; Παράταμε, θέλω να κοιμηθώ.

ΚΛΕΦΤΗΣ 1: Αχ, γιαγιούλα μου… Μου τόλεγες εσύ…

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Δημητρό;

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: Τίναι πάλι βρε Κατερίναι; Κάνε λίγη υπομονή, άσε τους να κοιμηθούν να πάρουμε το σακί με τα φλουριά μας και να φύγουμε ήσυχοι δίχως να μας καταλάβουν. Έλα καλή μου, κάνε υπομονή.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Μα πώς; Αφού τελικά η πόρτα με βαραίνει, θα την πετάξω.

ΔΗΜΗΤΡΟΣ:  Αμάν! Πάει, αυτό θάναι το τέλος μας!

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Εγώ την πετάω!

( Πετά την πόρτα. Και οι δυο κλέφτης φεύγουν τρομαγμένοι, αφήνοντας τα φλουριά)

ΚΛΕΦΤΗΣ1 : Μανούλα μου! Φαντάσματα! Καρακάξες!

ΚΛΕΦΤΗΣ 2: Αχ! Δίκιο έχεις! Τούτο το δάσος είναι στοιχειωμένο, πάμε να γλυτώσουμε!

(Ο Δημητρός και η Κατερίνα κατεβαίνουν από το δέντρο)

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Δημητρό μου, να τα φλουριά μας! Αχ, τι χαζοί που ήταν αυτοί οι κλέφτες και πιστεύαν στα φαντάσματα ε Δημητρό μου; Πιο χαζοί κι από μένα, ε;

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: Κατερίνα μου,  Κατερινάκι μου. Εσύ είσαι πανέξυπνη. Τους έδιωξες μια χαρά! Έλα, πάρε εσύ το σακί με τα φλουριά, εγώ να πάρω την πόρτα και πάμε στο σπιτάκι μας.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Δηλαδή Δημητρό μου, δε θα με ξαναπείς Ζουρλοκατερίνα;

ΔΗΜΗΤΡΟΣ: Όχι Ζου…ε..Κατερίνα μου, όχι.  Ποτέ!

Άμα γουστάρεις, ακολούθησε το Περιθώριο στο Google News

Comments (0):

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.