Το σημερινό μας θέμα έχει να κάνει με την ποίηση, συγκεκριμένα με τον Γεώργιο Βιζυηνό (1849 – 1896), που υπήρξε από τους πιο καταξιωμένους Έλληνες πεζογράφους και ποιητές της εποχής.
Δεν θα ήθελα να αναφερθώ στο πλούσιο βιογραφικό του Γεώργιου Βιζυηνού ή στις βραβεύσεις που έχει λάβει, αλλά σε μια πτυχή της ζωής του που έχει να κάνει με την Κύπρο.
Ο ποιητής κατά την 4ετία 1868 με 1872, θα αφήσει την γενέτειρα του, την Βιζύη της Ανατολικής Θράκης και θα επισκεφθεί την Κύπρο. Στο νησί μας θα έρθει ως προστατευόμενος του αρχιεπισκόπου Σωφρονίου Β΄ διότι τον προόριζαν για σπουδές στον ιερατικό κλάδο.
Στην Κύπρο, σαν παιδί φτωχής οικογένειας που ήταν, θα νιώσει την φτώχεια, την ανομβρία, αλλά και τις επιδημίες που μάστιζαν τον κυπριακό πληθυσμό και θα γράψει το ποίημα “Το πτωχόν της Κύπρου” που συνοδευόταν από την επεξήγηση “Εγράφη κατά την ανομβρίαν”. Πληροφοριακά να πω πως το ποίημα συμπεριλήφθηκε στην συλλογή “Ατθίδες αύραι” (1884).
Προτού παρουσιάσω το ποίημα, όπως το βρήκα στο διαδίκτυο, να αναφέρω πως ο ποιητής πέθανε το Απρίλη του 1896, στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο, ένα ίδρυμα που “φιλοξένησε” πολλούς ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών. Υπήρξε έγκλειστος σ’ αυτό από το 1892.
Υ.Γ.
Από πληροφορία που μου έδωσε ο πατέρας μου, κατά την παραμονή του στην Κύπρο, λέγετε, πως συνδέθηκε φιλικά με τον εθνικό μας ποιητή, Βασίλη Μιχαηλίδη όπως επίσης και με τον Στυλιανό Χουρμούζιο («Άρχων Πρωτοψάλτης» της Εκκλησίας της Κύπρου). Αυτή την πληροφορία διασταύρωσα με την εφημερίδα kathimerini.gr
Το πτωχόν της Κύπρου
Στην Πόλη, έρημο πουλί
με μάτι δακρυσμένο,
απλώνει το καϋμένο
το χέρι του με συστολή.
Θαρρείς δεν έχ’ αναπνοή.
Ταλαίπωρο παιδάκι!
Λίγο ξερό ψωμάκι
το ξαναφέρει στην ζωή!
―Καλέ μου συ, αφεντικό
με την χρυσή καδένα!
Λυπήσου με κ’ εμένα,
που ’μαι γυμνό και νηστικό!
Στην Κύπρο η καλοκαιριά
τα κεραμίδια λυώνει·
κι εδώ: Πώς με παγώνει
το κρύο του παλιοβοριά!..
Για δώστε μου λίγο ψωμί,
να ιδώ αν με ζεσταίνει!
Να ιδώ αν ανασταίνει
το κουρασμένο μου κορμί!..
Πώς με μυρίζουν τα φαγιά
και τα ζεστά ψωμάκια!
Για νηστικά παιδάκια,
τι θέαμα τα μαγειριά!..
Θυμούμαι πρώτα, στο χωριό·
Επείνασα λιγάκι;
Χαλλούμι και ψωμάκι
κ’ ευθύς εγίνηκα θεριό!
Μα πέρασαν κείν’ οι καιροί!
Η Κύπρος μας καμίνι
νομίζεις πως εγίνη,
για να μας λυώσει σαν κερί!
Τα σύννεφα, τόσον καιρό,
ξεχάσανε τη στράτα
που τα ’φερνε γεμάτα,
κι εμείναμε χωρίς νερό.
Κι αυτό που σπέρνουν οι γεωργοί
φοβάται να φυτρώσει,
γιατί θα το κορώσει
ο ήλιος, κι η ψημένη γη…
Τα ρούχα μου τα γιορτερά,
―πώς τα θυμούμ’ ακόμα!―
το πάπλωμα, το στρώμα,
τα δώσαμε στον αλευρά.
Την μάνα μου μια χαραυγή,
σαν δάφνη μαραμένη,
―πεινούσεν η καϋμένη!―
την θάψαμε στην μαύρη γη!..
Πώς μ’ εγελούσεν ο παπάς!
Με είπε: ―Θα σε φέρει
απ’ του Θεού το χέρι
ψωμάκι, κι ό,τι αγαπάς.
Κι επήγα τόσες πρωινές
στο μαύρο της το μνήμα
κι εφώναξα. (Τι κρίμα!
Ήσαν αδύνατες φωνές):
―Πεινώ, μανούλα μου, πεινώ!
Εβγ’ άξ’ από το χώμα!
Δεν έψησαν ακόμα
κανα ψωμί στον ουρανό;..
Εκεί, με σήκωσε χλωμό,
σαν έκλαια μια μέρα,
το χέρι του πατέρα,
που με φιλούσε με καϋμό.
Πώς μ’ ήρθε μια κρυφή χαρά!
Είπα πως θα με δώσει
καμμιά κουλούρα, τόση,
που να χορτάσω μια φορά!
Μα κείνος μ’ όψη νεκρική
σε βάρκα μ’ έχει βάλει·
και ο βαρκάρης πάλι
σε μια φρεγάδα τουρκική.
Και μ’ έχουν φέρει μοναχό
να βρω ψωμί να φάγω·
να βρω ψωμί να πάγω
και στον πατέρα τον φτωχό!..
Ώ, σπλαχνισθήτε το μικρό!
Δότε ψωμί να φάγει,
ψωμάκι να του πάγει,
πριν τον ευρεί κι αυτόν νεκρό!